ρέστος

ρέστος
-η, -ο
(λ. ιταλ.), υπόλοιπος: Τρεις μονάχα υποψήφιοι πέτυχαν, οι ρέστοι απότυχαν. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρέστα υπόλοιπο χρηματικού ποσού: Δώσεμου τα ρέστα από ένα πενηντάρικο. Φρ., «ζητά (ή θέλει) και ρέστα», παρουσιάζεται ως απαιτητής (ή κατήγορος), ενώ είναι υπόλογος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρέστα — τα, Ν βλ. ρέστος …   Dictionary of Greek

  • ρέστο — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει απομείνει, ο υπόλοιπος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρέστα α) υπόλοιπο χρηματικού ποσού το οποίο επιστρέφεται μετά την κράτηση τής ανάλογης τιμής ενός προϊόντος σε αγοραπωλησία β) (γενικά) τα υπόλοιπα χρήματα 3. φρ …   Dictionary of Greek

  • υπόλοιπος — η, ο 1. αυτός που απομένει, ο λοιπός, ο καθυστερούμενος, ο ρέστος: Τα υπόλοιπα χρήματα θα τα πληρώσω αύριο. 2. το ουδ. ως ουσ., υπόλοιπο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”